-
1 купе
[κούπε] ουσ. ο. του βαγονιού με κουπέ -
2 купе
[κούπε] ουσ ο του βαγονιού με κουπέ -
3 вагон
вагон м το βαγόνι; спальный \вагон το βαγκονλί; международный \вагон το βαγόνι εξωτερικού; мягкий \вагон το βαγόνι πρώτης θέσης; купированный (или купейный) \вагон το βαγόνι με κουπέ плацкартный \вагон το βαγόνι χωρίς κουπέ \вагон-ресторан το βαγκονρεστοράν багажный \вагон η σκευοφόρος* * *мτο βαγόνιспа́льный ваго́н — το βαγκονλί
междунаро́дный ваго́н — το βαγόνι εξωτερικού
мя́гкий ваго́н — το βαγόνι πρώτης θέσης
купи́рованный ( или купе́йный) ваго́н — το βαγόνι με κουπέ
плацка́ртный ваго́н — το βαγόνι χωρίς κουπέ
ваго́н-рестора́н — το βαγκονρείσοράν
бага́жный ваго́н — η σκευοφόρος
-
4 купе
-
5 купе
ουδ. άκλ. το κουπέ, μονόκλιντρο διαμέρισμα βαγονιού•двухместное купе διθέσιο κουπέ.
-
6 купе
купес нескл. τό κουπέ, τό διαμέρισμα βαγονιοῦ. -
7 купированный
купированныйприл:\купированный вагон βαγόνι μέ κουπέ. -
8 купирований
[κουπίραβανυί] εκ. βαγόνι με κουπέ -
9 купирований
[κουπίραβανυϊ] επ βαγόνι με κουπέ -
10 купейность
-и θ.πληρωμή για το κουπέ. -
11 купированный
επ. купированный вагон βαγόνι κουπέ.
См. также в других словарях:
κουπέ — το 1. είδος κλειστής τετράτροχης άμαξας με δύο ή τέσσερεις θέσεις 2. είδος αυτοκινήτου με δύο πόρτες 3. διαμέρισμα σιδηροδρομικής άμαξας με μία μόνο σειρά καθισμάτων 4. (όρος τού μπαλέτου) ενδιάμεσο βήμα για τη μεταφορά τού βάρους τού σώματος από … Dictionary of Greek
κουπέ — το (άκλ., λ. γαλλ.), 1. κλειστό τετράτροχο αμάξι (ιδίως διθέσιο). 2. διαμέρισμα σιδηροδρομικού οχήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek